ανάερος

ανάερος
(I)
-η, -ο
1. αυτός που στέκεται ή κινείται στον αέρα, εναέριος, μετέωρος
2. αυτός που φαίνεται σαν να στέκεται στον αέρα ή να αποτελείται από αέρα, ανάλαφρος, άυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)-* + αέρας].
————————
(II)
-η, -ο [αέρας]
αυτός που δεν έχει αέρα, που δεν αερίζεται.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανάερος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που κινείται στον αέρα, μετέωρος: Το γεράκι στάθηκε για λίγο ανάερο. 2. ανάλαφρος, άυλος: Είχε ένα σώμα ανάερο, σχεδόν άυλο. 3. αυτός που δεν έχει αέρα, δεν αερίζεται καλά: Ένα δωμάτιο του σπιτιού ήταν ανάερο και δεν το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”